τσεντέζιμο

τσεντέζιμο
και τσεντέσιμο, το, Ν
1. (διαλ. τ.) το 1/100 κάθε νομισματικής μονάδας
2. φρ. «είμαι χωρίς [ή δεν έχω] τσεντέζιμο» — είμαι απένταρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. centessimo «εκατοστό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσεντέζιμο — το (λ. ιταλ.), το ένα εκατοστό κάθε νομισματικής μονάδας (λιρέτας, δραχμής, μάρκου κτλ.), το λεπτό: Τα χασα όλα στα χαρτιά, δεν έχω τσεντέζιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”